- βαρούλκο
- Συσκευή η οποία επιτρέπει την άσκηση ισχυρών ελκτικών δυνάμεων, μέσω ενός συστήματος σχοινιών ή αλυσίδων με εφαρμογή περιορισμένων κινητήριων δυνάμεων.
Ο παλαιότερος τύπος β. αποτελείται από ένα ξύλινο τύμπανο που περιστρέφεται σε έναν άξονα. Στις δύο άκρες του άξονα τοποθετούνται ακτινικά δύο εγκάρσιες ράβδοι. Το σχοινί, στο οποίο είναι συνδεδεμένο το φορτίο, ενώνεται με το τύμπανο. Το έργο που είναι αναγκαίο για τη μετακίνηση του φορτίου σε ορισμένο χρόνο (έργο αντιστάσεων), προκύπτει από το γινόμενο της δύναμης (αντίστασης) η οποία καταπονεί το σχοινί επί τη μετατόπιση του φορτίου. Το έργο που δίνεται στην άκρη της ράβδου (έργο δράσεων) προκύπτει από το γινόμενο του μήκους αυτής της ράβδου επί τη δύναμη που εφαρμόζεται σε αυτήν. Κατά τους νόμους της μηχανικής, έπεται ότι κατά τη λειτουργία του β., αν θεωρηθούν αμελητέες οι τριβές του συστήματος, το έργο των δυνάμεων που δρουν ισούται με το έργο των ανθισταμένων. Επειδή το μήκος της ράβδου είναι μεγαλύτερο από την ακτίνα του τυμπάνου, σε μια τυχαία μετατόπιση του φορτίου –ίση με το μήκος του σχοινιού που θα τυλιχτεί στο τύμπανο– αντιστοιχεί μια μεγαλύτερη μετατόπιση του άκρου της ράβδου. Από την έκφραση της ισότητας μεταξύ των έργων δρώσας και ανθιστάμενης δύναμης, έπεται ότι η δύναμη που πρέπει να εφαρμοστεί στη ράβδο θα είναι μικρότερη από τη δύναμη που καταπονεί το σχοινί. Στα σύγχρονα β. το σχοινί ή η αλυσίδα τυλίγεται σε μεταλλικό τύμπανο, του οποίου ο άξονας συνδέεται με τον άξονα ενός κινητήρα μέσω οδοντωτών τροχών. Οι οδοντωτοί αυτοί τροχοί, με τη σύζευξη τροχών μικρότερης διαμέτρου με τροχούς μεγαλύτερης διαμέτρου, αποτελούν μια διάταξη μείωσης της δύναμης ανάλογη με αυτήν που περιγράφεται πιο πάνω.
Τα β. χρησιμοποιούνται π.χ. στα εργοτάξια για τον χειρισμό γερανών και αναβατορίων, στα κτίρια για τη λειτουργία των ανελκυστήρων, στα πλοία για τον χειρισμό των πρυμνησίων, της άγκυρας και την ανύψωση φορτίων κλπ. Β. μεγάλης δύναμης χρησιμοποιούνται στα λιμάνια και στα ναυπηγεία και σε όλες τις βαριές εργασίες που απαιτούν μετακινήσεις μεγάλων φορτίων. Στα νεότερα χρόνια τα β. έχουν τελειοποιηθεί και λειτουργούν συχνά με ηλεκτρονικές βοηθητικές συσκευές.
ΒΑΡΟΥΛΚΟ
* * *το [βαρουλκός]μηχανική διάταξη για την άρση ή έλξη βαρών.
Dictionary of Greek. 2013.